-ΤΟ ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ-
Τό ἐξωτερικό τῆς Μονῆς φαντάζει σάν φρούριο ἀπόρθητο μέ δόμηση θαυμάσιας ἀρχιτεκτονικῆς. Τά τείχη ἔχουν ὕψος 5 μέτρα, μέ ἐπάλξεις, οἱ ὅποῖες σέ δυό σημεῖα, νοτιοανατολικά καί νοτιοδυτικά, καταλήγουν σέ δύο κυκλικούς πυργίσκους. Ἡ δυτική πλευρά καί ἡ ἀνατολική ἔχουν μῆκος 26 μέτρα, ἐνῶ ἡ μεσημβρινή 33 μέτρα. Ἡ βόρεια πλευρά βρίσκεται σύριζα στήν πολύ ἀπόκρημνη πλευρά τοϋ βουνοῦ, καί εἶναι ἡ μόνη ἀπροσπέλαστη ἀπό τόν ὁποιονδήποτε ἐπισκέπτη. Ἡ μοναδική εἴσοδος τῆς Μονῆς βρίσκεται στή δυτική πλευρά. Εἶναι μιά μεγάλη βαριά ξύλινη πόρτα, καινούργιας κατασκευῆς βέβαια, πού στό ἐπάνω μέρος της διατηρεῖται ἡ παραδοσιακή «ζεματίστρα», τήν ὁποία χρησιμοποιοῦσαν οἱ μοναχές, στίς περιόδους τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν, πού δέν ἦταν καί λίγες, γιά νά ἀποδιώχνουν μέ ζεματιστό λάδι ἤ νερό τούς ἐπιδρομεῖς τοῦ Μοναστηριοῦ. Καθώς εἰσέρχεται ὁ προσκυνητής στήν πλακόστρωτη αὐλή, ἡ ὁποία ἔχει μῆκος 20 καί πλάτος 8 μέτρα, βλέπει μπροστά του τό Καθολικό, μικρό ναό, βυζαντινοῦ ρυθμοῦ καί δεξιά σειρά κελλιῶν, μέ πρώτη τήν μεγάλη αἴθουσα τοῦ ‘Ηγούμενείου καί τά παρακείμενα σ’αὐτήν μικρά κελλιά, κάτω ἀπό τό δάπεδο τῶν ὁποίων ὑπάρχουν κατά σειράν χαμηλά κελλιά μέ τοξοειδεῖς πετρόκτιστες καμάρες, πού ἐχρησιμοποιοῦντο σάν ἀποθῆκες διαφυλάξεως τοϋ κρασιοῦ καί τῶν τροφίμων τῆς Μονῆς. Πάνω ἀπό ὅλές τίς χαμηλές μᾶλλον πόρτες τῶν κελλιῶν, διατηροῦνται ὡραῖα ὑπέρθυρα, μέ ἐκκλησιαστικό μονόγραμμα. Ἀριστερά τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει ἡ ἄλλη πτέρυγα τῶν κελλιῶν. Πίσω ἀπό τόν Ναό, στήν ἀνατολική πλευρά τά κελλιά εἶναι δυόροφα. Στήν αὐλή σώζονται 4 δεξαμενές νεροῦ καί διατηροῦνται ἀκόμα οἱ παλαιές ὑδροροές πού τίς γέμιζαν ἀπό τίς ταράτσες τοῦ Ναοῦ καί τῶν κελλιῶν. Στή βορειοανατολική γωνιά τῶν κελλιῶν, μπορεῖ καί μέχρι σήμερα νά δεῖ ὁ ἐπισκέπτης ἄνοιγμα στό βουνό, σάν μυστική κρύπτη, ἀπό τήν ὁποία, κατά τήν παράδοση, πολλές φορές, ὅσοι προσέφευγαν στή Μονή, γιά νά σωθοῦν ἀπό τούς πειρατές, κατέβαιναν μέ σχοινί στούς ἀπόκρημνους βράχους και, ἀπό ἐκεῖ μέ μικρό μονοπάτι, διέφυγαν διά τῆς θαλάσσης.
-ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ-
Τό Καθολικό τῆς Μονῆς εἶναι μικρός Ναός βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, μέ μικρή εἴσοδο, πού τήν περιβάλλουν ὡραϊα καί μέ ἀνάγλυφο διάκοσμο μάρμαρα, στό ἐπάνω μέρος τῆς ¨οποίας διασώζεται ἡ ἐπιγραφή «ἌνθιμοςΜοναχός 1770 Ἰουλίου 10», ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στόν Ὅσιο Ἄνθίμο, καθώς ἡ ἡμερομηνία συμπίπτει μέ τόν ἀναφερόμενο ἀπό τόν Συναξαριστή χρόνο διαμονῆς του στή Σίκινο. Ὅ ναός σήμερα, μετά τήν μεγάλη ἐπισκευή τῶν τελευταίων 20 χρόνων, εἶναι ἄριστα κτιριακά διατηρημένος καί ἐσωτερικά διακοσμημένος.
Εἶναι ἀξιοθαύμαστοι οἱ τρόποι, διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός φανερώνει τό θέλημά Του, καθοδηγώντας φωτισμένες μορφές, πού γίνονται ὄργανα τῆς χάριτός Του στή γῆ. Μιά τέτοια μορφή ὐπῆρξε καί ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὀ Κεφαλλήν, ὁ ἐπιλεγόμενος Κουρούκλης (1727-1781), πού ἦταν τυφλός, καί ὁ ὁποῖος στό ὁδοιπορικό του ἀπό τήν Κεφαλληνία, στό Αἰγαῖο, σέ πολλά νησιά τοῦ ὁποίου ἀνήγειρε ἤ ἀποπεράτωσε Μοναστήρια, σταθμεύοντας καί στή Σίκινο, ἀποπεράτωσε τό 1775 τό Μοναστήρι τῆς Χρυσοπηγῆς, διοργανώσας τήν ἐκεῖ ὑπάρχουσα γυναικεῖα μοναστική Ἀδελφότητα. Τρεῖς αἰῶνες πέρασαν, καί τό τρισαιώνιο Μοναστήρι, δεσπόζει ἀκόμα στό «φρούδι τοῦ Μοναστηριοῦ», ὅπως ὀνομάζεται τό βουνό, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου κτίσθηκε. Ἄγνωστος πάντως εἶναι ὁ ἀκριβής χρονολογικός προσδιορισμός περί τῆς ἱδρύσεώς του. Γνωρίζουμε ὅτι τό 1729 ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος ὁ Β’ (1726-1733), ἀνέδειξε τήν Μονή σέ Σταυροπηγιακή. Ἀπό χρεωστική ὁμολογία, ὅμως, πού ἔχει διασωθεῖ στά Γενικά Ἀρχεῖα τοΰ Κράτους, κατά τήν ὅποια ὁ «Μιχάλης τοῦ ποτέ Παπά-Κυριάκου», δανείσθηκε τήν 1η Φεβρουαρίου 1707 ἀπό τήν Μονή δώδεκα γρόσια, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ὑπῆρχε καί πρό τοῦ 1700.
Τό 1834, ἡ Βαυαρική ἀντιβασιλεία εἰσηγήθηκε στόν Βασιλέα Ὄθωνα, τή διάλυση τῶν ὀλιγάριθμων σέ Μοναχούς καί πτωχῶν Μοναστηριῶν. Ἔτσι διελύθη καί ἡ Μονή τῆς «Χρυσοπηγῆς», καί οἱ 8 γηραιές Μοναχές, πού ἔμεναν τότε ἔκεϊ, διεσκορπίσθησαν σέ οἰκογένειες τῆς Σικίνου, οἱ ὅποιες τίς ἔφιλοξενησαν μέχρι τοϋ θανάτου τους. Στά Ληξιαρχικά βιβλία θανάτων τῆς Κοινότητος Σικίνου ἀναφέρονται τά ἑξῆς ὀνόματα κεκοιμημένων Μοναζουσῶν μέ τήν ἡμερομηνία θανάτου τους: Εὐφημία, ἐτῶν 90, 5 Μαῒου 1833, Ἀγαπία, ἐτῶν 70, 18 Αὐγούστου 1847, Ἐλισσαβετ ἐτῶν 85, 19 ‘Ιανουαρίου 1852 καί Μελετία, ἐτῶν 85, 20 ‘Οκτωβρίου 1857. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά ἱστορικά στοιχεῖα πού ἔχουμε, ἤ Μονή μέχρι τῆς διαλύσεως τῆς διατηροῦσε ἱκανή περιουσία. Στόν ἀπό 28 Αὐγούστου 1836, «πίνακα τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς», πού συντάχθηκε ἐξ ἄφορμής τῆς διαλύσεώς της καί τόν ὑπογράφει ὁ Γραμματέας τοῦ Ἐπαρχείου Μήλου, Ε. Κορτέσης, ἀναφέρεται ὅτι ἡ Μονή εἶχε 40 περίπου κτήματα, τά περισσότερα μέ σπίτια, ἐλαιόδενδρα, ἀμπἐλια καί ἕνα ἐλαιοτριβεῖοστή Βρυσιά, τά ὁποῖα πλέον ἔχει ἀποστερηθεῖ, μαζί μέ τήν πηγή, στήν ὁποία ὀφείλει τήν ἐπωνυμία της.
Ὁ Κύριος μᾶς ἀξίωσε, τήν Πέμπτη τοῦ Πάσχα 1994, παραμονή τῆς Πανηγύρεως νά κείρουμε, μέ τήν ἄδεια καί εὐλογία τοῦ Μακαριστοῦ Δωροθέου Α΄ τήν πρώτη, μετά τό 1834, Μοναχή, τήν φιλευσεβῆ Σικινιώτισσα Καλλιόπη Ἀρσενικοῦ, δίνοντάς της τό μοναχικό ὄνομα Εὐπραξία, ἡ ἱποία στά λίγα χρόνια τῆς ἐγκαταβιώσεώς της ἀνεδείχθη θεματοφύλακας τῶν πολυαιώνιων παραδόσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς, μέ τή βοήθεια καί τή συνδρομή τῶν εὐσεβῶν Σικινίων.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί τή Χάρη τῆς Παναγίας, ἡ
Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς συνεχίζει, μέ πολλές προσπάθειες
καί μέσα ἀπό πολλές δυσκολίες καί ἀντιξοότητες, τήν ἐν
χρόνῳ πορεία καί τήν ἐν κόσμῳ μαρτυρία της, ἰδιαιτέρως
μετά τήν πρό τριετίας ἐγκαταβίωση σ’ αὐτήν τῆς
Ὀσιωτάτης Μοναχῆς Δωροθέας .
Ἡ εὐλογημένη αὐτή ψυχή σάν περιστέρι φώλιασε στό
Καστρομονάστηρο αὐτό καί προσφέρει ἔκτοτε μέ
αὐτοθυσία τή διακονία της, σέ συνθῆκες πολύ δύσκολες,
ἰδιαίτερα τήν περίοδο τοῦ χειμώνα, στερούμενη ἐνίοτε καί
τῶν στοιχειωδῶν ἀνέσεων. Παρ’ ὅλες, ὅμως, τίς δυσκολίες,
συνεχίζει τήν πολύμοχθη προσπάθεια γιά τήν ἀναστήλωση
τοῦ Μοναστηριοῦ, τό ὁποῖο μεταβάλλεται σταδιακά σέ ζωντανό μουσεῖο τῆς μοναστικῆς κληρονομιᾶς τῆς Σικίνου, κάθε πέτρα τοῦ ὁποίου «μιλάει» γιά τίς ἅγιες ψυχές πού μόνασαν σ’αὐτό, γιά τίς πειρατικές ἐπιδρομές καί τά πάθη τῶν εὐλογημένων Σικινίων.
Ὁ φιλομόναχος ἐπισκέπτης του ἔχει πλέον τή δυνατότητα νά ψηλαφήσει τό ἱστορικό παρελθόν, νά προσκυνήσει τά τίμια Λείψανα πού φυλάσσονται στή Μονή καί νά συμμετάσχει στίς τελούμενες μοναστηριακές Ἀκολουθίες .
Πατρικά συγχαίρουμε τήν Ὀσιωτάτη Μοναχή Δωροθέα γιά τήν καλλίκαρπο διακονία της καί εὐχόμεθα ὁ Κύριος νά εὐλογήσει τίς προσπάθειές της καί νά ἀνταμείψει τό ζῆλο της, καθιστώντας καί πάλι τήν Ἱερά Μονή Χρυσοπηγής Σικίνου ἄστρο πνευματικότητας λαμπρό στῆς Ὀρθοδοξίας μας τόν πολύφωτο οὐρανό.
† Ο ΣΥΡΟΥ & ΣΙΚΙΝΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β΄